κυττάριον
From LSJ
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
English (LSJ)
[ᾰ], τό, Dim. of κύτταρος, Arist.GA760b34, 770a29.
German (Pape)
[Seite 1539] τό, dim. von κύτταρος, von den Bienenzellen, Arist. gen. anim. 4, 4, vgl. Schol. Theoc. 9, 19.
Russian (Dvoretsky)
κυττάριον: (ᾰ) τό маленькая ячейка Arst.
Greek (Liddell-Scott)
κυττάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ κύτταρος, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 10, 26., 4. 4, 6.
Greek Monolingual
κυττάριον, τὸ (Α, Μ κυττάρι) κύτταρος
μσν.
ο πλακούντας, το ύστερο
αρχ.
υποκορ. του κύτταρος.