κυτταρώδης

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source

Greek Monolingual

-ες κύτταρο
1. ο γεμάτος από κύτταρα
2. αυτός που αποτελείται από κύτταρα («κυτταρώδης ιστός»).