κωματίζομαι
From LSJ
English (LSJ)
Pass., to be in a state of κῶμα, Hp.Epid.7.11, Antyll. ap.Orib.10.19.7.
German (Pape)
[Seite 1544] an der Schlafsucht leiden, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
κωματίζομαι: εὑρίσκομαι ἐν καταστάσει κώματος, Ἱπποκρ. 1213Α.
Greek Monolingual
κωματίζομαι (Α) κώμα
είμαι σε κατάσταση κώματος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κωματίζομαι [κῶμα] perf. κεκωμάτισμαι, in coma zijn.