κωνοκόλουρος
From LSJ
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
English (LSJ)
ὁ, = κολουρόκωνος, Hero Metr.3.22.
Greek Monolingual
κωνοκόλουρος, ὁ (Α)
κόλουρος κώνος, κολουρόκωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῶνος + κόλουρος.