κύκλωθεν
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
late form for κυκλόθεν (q.v.).
German (Pape)
[Seite 1527] = κυκλόθεν, Sp., vgl. Lob. Phryn. 9.
Greek (Liddell-Scott)
κύκλωθεν: κύκλωθι, μεταγενέστερα ἀντὶ κυκλόθεν, κυκλόθι.
Greek Monolingual
κύκλωθεν (Α)
(μτγν. τ.) βλ. κυκλόθεν.
[ΕΤΥΜΟΛ. κύκλω-θεν αντί κυκλό-θεν, πιθ. κατ' επίδρασιν τών ἔσω-θεν, πόρρω-θεν κ.λπ.].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κύκλωθεν, adv., rondom.