κῦφος

From LSJ

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῦφος Medium diacritics: κῦφος Low diacritics: κύφος Capitals: ΚΥΦΟΣ
Transliteration A: kŷphos Transliteration B: kyphos Transliteration C: kyfos Beta Code: ku=fos

English (LSJ)

εος, τό,
A hump, hunch, Hdn.Gr.1.225, Aët. ap. Phot.Bibl. p.180 B…
II = κύπελλον, EM549.8.

German (Pape)

[Seite 1539] τό, Krümmung, Buckel, Hippocr. u. a. Medic.; – hohles Gefäß, Kufe, E. M. 549, 7.

French (Bailly abrégé)

ους (τό) :
bosse.
Étymologie: κύπτω.

Greek (Liddell-Scott)

κῦφος: -εος, τό, κύφωμα, κύρτωμα, «καμποῦρα», Ἱππ. π. Ἄρθρ. 807, Ἀέτ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 180. 1, Ἀρκάδ. ΙΙ. = κύπελλον, Ἐτυμ. Μέγ. 549. 8.

Greek Monolingual

κῡφος, τὸ (Α) κυφός·1. κύρτωμα, καμπούρα
2. μικρή σκάφη, σκαφίδι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κῦφος -ους, zonder contr. -εος, τό [κυφός] kromming, bochel.