λαγοθηρέω
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
English (LSJ)
hunt hares, Ar.Lys.789 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 3] Hafen jagen, fangen, Ar. Lvs. 789 ἐλαγοθήρα ist falsche Bildung.
Greek (Liddell-Scott)
λᾰγοθηρέω: θηρεύω, κυνηγῶ λαγωούς, Ἀριστοφ. Λυσ. 789, ἐν τῷ παρατ. ἐλαγοθήρει· διάφ. γραφή: -θήρα, πρβλ. ὀρνιθοθηρέω.
Russian (Dvoretsky)
λᾰγοθηρέω: охотиться на зайцев Arph.