λαθαστής

From LSJ

οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves

Source

Greek Monolingual

λαθαστής, ὁ (Μ)
αυτός που εξαπατά, απατεώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαθαίνω, κατά τα ουσ. σε -της (πρβλ. χλευαστης)].