λαικαλέος

From LSJ

Βίου σπάνις πέφυκεν ἀνδράσιν γυνή → Nihil viro uxor est, nisi esuries mera → Die Frau ist Männern von Natur Verlust an Gut

Menander, Monostichoi, 77
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαικᾰλέος Medium diacritics: λαικαλέος Low diacritics: λαικαλέος Capitals: ΛΑΙΚΑΛΕΟΣ
Transliteration A: laikaléos Transliteration B: laikaleos Transliteration C: laikaleos Beta Code: laikale/os

English (LSJ)

α, ον, = λαϊκός, Luc. Lex. 12.

Russian (Dvoretsky)

λαικαλέος: Luc. v.l. = ληκαλέος.

Greek (Liddell-Scott)

λαικαλέος: -α, -ον, = λαικαστής, Λουκ. Λεξιφ. 12, ἔνθα ποτὲ λεκ-.

Greek Monolingual

λαικαλέος, -α, -ον (Α)
αισχρός, πόρνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαικάζω + κατάλ. -αλέος].