λακώ

From LSJ

ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws

Source

Greek Monolingual

(I)
(Α λακῶ, -άω)
νεοελλ.
φεύγω τρεχάτος, τρέπομαι σε φυγή, γλακώ, λακίζω
αρχ.
διασπώμαι, διαρρηγνύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με τη λ. λακίς και με τη λ. λάσκω. Η νεοελλ. σημ. του λακώ / λακίζω από σημασιολ. εξέλιξη της αρχ. σημ. «διασπώμαι», διαρρηγνύομαι»].
(II)
λακῶ, -έω (Α)
(δωρ. τ.) βλ. ληκώ.