λαχανόχρους
From LSJ
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
Greek Monolingual
-ουν
λαχανής, λαχανόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάχανο + -χρους < χρώς «χρώμα» (πρβλ. θαλασσόχρους, πορφυρόχρους). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].