λαχναῖος

From LSJ

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαχναῖος Medium diacritics: λαχναῖος Low diacritics: λαχναίος Capitals: ΛΑΧΝΑΙΟΣ
Transliteration A: lachnaîos Transliteration B: lachnaios Transliteration C: lachnaios Beta Code: laxnai=os

English (LSJ)

α, ον, = λαχνήεις, AP9.439 (Crin.).

German (Pape)

[Seite 20] wollig, zottig, haarig, βρέγμα πάλαι λαχναῖον Crinag. 35 (IX, 439), häufiger λαχνήεις.

Russian (Dvoretsky)

λαχναῖος: волосатый (βρέγμα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

λαχναῖος: -α, -ον, = λαχνήεις, Ἀνθ. Π. 9. 439.

Greek Monolingual

λαχναῖος, -αία, -ον (Α) λάχνη
λαχνήεις.

Greek Monotonic

λαχναῖος: -α, -ον, = λαχνήεις, σε Ανθ.

Middle Liddell

λαχναῖος, η, ον = λαχνήεις, Anth.] [from λάχνη