λαχταριστός

From LSJ

εὖτ' ἂν ὑπὸ τοῦ κακοῦ κτεινέωνται → when the disease is proceeding towards a fatal termination

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό λαχταρίζω
1. (για ψάρια) αυτός που σπαρταρά, που είναι ακόμη ζωντανός
2. αυτός που προκαλεί λαχτάρα, επιθυμητός, ελκυστικόςκάτι μήλα λαχταριστά»)
3. γεμάτος αδημονία, αγωνιώδης.
επίρρ...
λαχταριστά
με λαχταριστό τρόπο, με λαχτάρα.