λεβεντιά
From LSJ
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
Greek Monolingual
η λεβέντης
1. η ιδιότητα του λεβέντη, το ευσταλές και αρρενωπό σώμα, συνήθως σε συνδυασμό με το ήθος
2. ανδρεία, γενναιοψυχία, παλικαριά
3. το σύνολο τών λεβέντηδων («ήταν στο πανηγύρι όλη η λεβεντιά του χωριού»)
4. άτομο γενναίο, μαχητικό και άφοβο, με ανώτερα πνευματικά και ψυχικά προτερήματα
5. ευθύτητα, εντιμότητα
6. γενναιοδωρία.