λειουργός
From LSJ
Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht
Greek (Liddell-Scott)
λειουργός: ὁ, (*ἔργω) λιθουργὸς κατεργαζόμενος τοὺς λίθους καὶ λεαίνων αὐτοὺς κατ’ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τὸν γλύπτην, Συλλ. Ἐπιγρ. 9, ἴδε Böckh σ. 285.
Greek Monolingual
λειουργός, ὁ (Α)
επιγρ. λιθοξόος, μαρμαρογλύπτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + -Fοργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλουργός, σιδηρουργός. Η μορφή του β' συνθετικού -Fοργός μαρτυρείται σε σύνθ. της Μυκηναϊκής (πρβλ. tokoso-woko: τοξο-Fοργός)].