λειψιφαής
From LSJ
πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ' ἵν' ἂν πράττῃ τις εὖ → homeland is where life is good | homeland is where it is good | ubi bene, ibi patria
English (LSJ)
λειψιφαές, waning, σελήνη Max.455, cf. Heph.Astr.2.34.
German (Pape)
[Seite 27] μήνη, mit abnehmendem Lichte, sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
λειψῐφαής: -ές, ἐπὶ τῆς σελήνης, ἧς τὸ φῶς ἐλαττοῦται, ἀπολείπει, μήνη Μάξιμ. π. κατ. 455· ὡσαύτως, λειψίφωτος, ον, Παῦλ. Αἰγ. 2· λειψίφως Εὐστ. 811. 63.
Greek Monolingual
λειψιφαής, -ές (Α)
(για τη σελήνη) αυτή που έχει ελλιπές, ελαττωμένο, άτονο φως, αλλ. λειψίφωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειψι- (βλ. λείπω) + -φαής (< φάος), πρβλ. νυκτοφαής, χρυσοφαής, σύνθετο του τύπου τερψίμβροτος].