λειόκαυλος

From LSJ

Μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → Not to be born is, past all prizing, best.

Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λειόκαυλος Medium diacritics: λειόκαυλος Low diacritics: λειόκαυλος Capitals: ΛΕΙΟΚΑΥΛΟΣ
Transliteration A: leiókaulos Transliteration B: leiokaulos Transliteration C: leiokavlos Beta Code: leio/kaulos

English (LSJ)

λειόκαυλον, smooth-stalked, Thphr. HP 7.8.2.

German (Pape)

[Seite 24] glattstengelig, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

λειόκαυλος: -ον, ἔχων λεῖον καυλόν, λειόκαυλα κρόμμυον, πράσον, σκόροδον Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 8, 2.

Greek Monolingual

λειόκαυλος, -ον (Α)
αυτός που έχει λείο καυλό («λειόκαυλον κρόμμυον», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + καυλός «στέλεχος, κορμός»].