λεκές
From LSJ
Ἡ πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart
Greek Monolingual
ο
1. κηλίδα σε ρούχο, που γίνεται συνήθως από λιπαρή ουσία
2. ό,τι προσβάλλει την τιμή και την υπόληψη κάποιου
3. άνθρωπος που η συναναστροφή μαζί του προκαλεί ηθική μείωση
4. παροιμ. «λεκέ που βγάζει το νερό να μην τον συλλογάσαι» — λέγεται για δυστυχήματα ή ελαττώματα που διορθώνονται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. leke].