λευκοβαφής
From LSJ
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
English (LSJ)
λευκοβαφές, Glossaria on λευκανθές, Sch.rec.S.OT742.
German (Pape)
[Seite 33] ές, weiß gefärbt, Schol. Soph. O. R. 733.
Greek (Liddell-Scott)
λευκοβᾰφής: -ές, βεβαμμένος λευκός, ἀναφερόμ. ἐκ τοῦ Σχολ. Σοφοκλ.
Greek Monolingual
-ές (Α λευκοβαφής)
ο βαμμένος με λευκό χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + -βαφής (< βαφή), πρβλ. ερυθροβαφής, πορφυροβαφής].