ληστρίς

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354

Greek Monolingual

λῃστρίς, -ίδος, ἡ (Α)
ληστρική, πειρατική («ὑπό λῃστρίδων νεῶν», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ληϊδ-τρίς < ληΐς, -ίδος (άλλος τ. του λεία) + επίθημα -τρις (πρβλ. ζωστρίς, θερμαστρίς)].