λιθοκαλλής
From LSJ
English (LSJ)
λιθοκαλλές, of beautiful stone, μορφή App.Anth.2.534 (Halic.).
Greek Monolingual
λιθοκαλλής, -ές (Α)
αυτός που είναι φτειαγμένος από ωραίο λίθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + -καλλής (< κάλλος) πρβλ. ακαλλής, περικαλλής].
Full diacritics: λῐθοκαλλής | Medium diacritics: λιθοκαλλής | Low diacritics: λιθοκαλλής | Capitals: ΛΙΘΟΚΑΛΛΗΣ |
Transliteration A: lithokallḗs | Transliteration B: lithokallēs | Transliteration C: lithokallis | Beta Code: liqokallh/s |
λιθοκαλλές, of beautiful stone, μορφή App.Anth.2.534 (Halic.).
λιθοκαλλής, -ές (Α)
αυτός που είναι φτειαγμένος από ωραίο λίθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + -καλλής (< κάλλος) πρβλ. ακαλλής, περικαλλής].