λινογενής
From LSJ
Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering
English (LSJ)
λινογενές, born (i.e. made) of flax, ἐπενδύται S.Fr.439.
German (Pape)
[Seite 49] ές, aus Flachs entstanden, gemacht, ἐπενδύται, Soph. bei Poll. 7, 45.
Greek Monolingual
λινογενής, -ές (Α)
κατασκευασμένος από λινάρι («λινογενεῖς ἐπενδύται», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -γενής (< γένος)].
Russian (Dvoretsky)
λῐνογενής: льняной (ἐπενδύται Soph.).