λινόχορτος

From LSJ
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐνόχορτος Medium diacritics: λινόχορτος Low diacritics: λινόχορτος Capitals: ΛΙΝΟΧΟΡΤΟΣ
Transliteration A: linóchortos Transliteration B: linochortos Transliteration C: linochortos Beta Code: lino/xortos

English (LSJ)

ὁ, or λῐνό-χορτον, τό, joint crop of flax and grass, PBaden 15.20 (i B. C.).

Greek Monolingual

λινόχορτος, ό, και λινόχορτον, τὸ (Α)
δέσμη λίνου και χόρτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -χορτος (< χόρτος), πρβλ. λεοντόχορτος, πάγχορτος].