λεοντόχορτος
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
λεοντόχορτον, eaten by a lion, βούβαλις A.Fr.330 (-ταν cod. Eust.).
German (Pape)
[Seite 29] od. λεοντοχόρτας, von Löwen verzehrt, Aesch. fr. 304; vgl. Lob. Paralip. 466.
Russian (Dvoretsky)
λεοντόχορτος: съеденный львом (βούβαλις Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
λεοντόχορτος: -η, -ον, καταβιβρωσκόμενος ὑπὸ λέοντος, λεοτοχόρταν (-ορτον Δινδ.) βούβαλιν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 316, ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 466.
Greek Monolingual
λεοντόχορτος, -ον (Α)
αυτός που κατασπαράχθηκε από λιοντάρι («λεοντόχορτον βούβαλιν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο)- + χόρτος «τροφή» (πρβλ. λινόχορτος, πολύχορτος)].