λιπαρόχρως

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιπαρόχρως Medium diacritics: λιπαρόχρως Low diacritics: λιπαρόχρως Capitals: ΛΙΠΑΡΟΧΡΩΣ
Transliteration A: liparóchrōs Transliteration B: liparochrōs Transliteration C: liparochros Beta Code: liparo/xrws

English (LSJ)

-ωτος, ὁ, ἡ, acc. λιπαρόχρων, = λιπαρόχροος, Theoc. 2.102.

Greek Monolingual

λιπαρόχρως, -ωτος, ὁ, ἡ (Α)
λιπαρόχρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός + χρώς «επιδερμίδα-χρώμα»].

Greek Monotonic

λῐπᾰρόχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, = το προηγ., σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

λῐπᾰρόχρως: ωτος Theocr. = λιπαρόχροος.

Middle Liddell

λῐπᾰρό-χρως, ωτος, = λῐπᾰρόχρους, Theocr.]