λιπαρώψ

From LSJ

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐπᾰρώψ Medium diacritics: λιπαρώψ Low diacritics: λιπαρώψ Capitals: ΛΙΠΑΡΩΨ
Transliteration A: liparṓps Transliteration B: liparōps Transliteration C: liparops Beta Code: liparw/y

English (LSJ)

ῶπος, ὁ, ἡ, bright-looking, τράπεζα Philox.2.1.

German (Pape)

[Seite 51] ῶπος, mit glänzendem, feistem Gesichte, Ansehen, τράπεζα, Philoxen. bei Ath. IV, 146 f.

Greek (Liddell-Scott)

λῐπᾰρώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ, ἔχων λαμπρὸν ἐξωτερικόν, λαμπρός, λιπαρῶπα τράπεζαν Φιλόξεν. 2. 1.

Greek Monolingual

λιπαρώψ, -ῶπος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει λαμπρή όψη, λαμπρή εμφάνιση, λαμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός «ελαιώδης-λαμπρός» + ὤψ, ὠπός «όψη» (πρβλ. κελαινώψ)].