λιπόγεως

From LSJ

ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey

Source

Greek (Liddell-Scott)

λῐπόγεως: -ων, ἔχων ἔλλειψιν γῆς, Μακαρ. Ὁμ. σ. 145.

Greek Monolingual

λιπόγεως, -ων (Α)
αυτός που έχει έλλειψη γης, που στερείται γης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + -γεως (άλλη μορφή στην ιων. -αττ. του θ. της λ. γῆ), πρβλ. βαθύγεως, λεπτό-γεως].