Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
Full diacritics: λῑπόνηρος | Medium diacritics: λιπόνηρος | Low diacritics: λιπόνηρος | Capitals: ΛΙΠΟΝΗΡΟΣ |
Transliteration A: lipónēros | Transliteration B: liponēros | Transliteration C: liponiros | Beta Code: lipo/nhros |
λιπόνηρος: «λίαν πονηρός» Ἡσύχ.
λιπόνηρος (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «λίαν πονηρός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λῖ (άλλος τ. του επιρρ. λίαν) + πονηρός.