λιτρασμός

From LSJ

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιτρασμός Medium diacritics: λιτρασμός Low diacritics: λιτρασμός Capitals: ΛΙΤΡΑΣΜΟΣ
Transliteration A: litrasmós Transliteration B: litrasmos Transliteration C: litrasmos Beta Code: litrasmo/s

English (LSJ)

= libratio, Glossaria.

Greek Monolingual

λιτρασμός, ὁ (Α)
η ισορροπία που επιτυγχάνεται κατά το ζύγισμα, ισοσταθμία, ισορρόπηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιτρίζω, με επίδραση τών παραγώγων σε -ασμός].