λιφαιμέω
From LSJ
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
English (LSJ)
lack blood, Arist.Pr.877a30, Gal.12.693; bleed to death, J.AJ8.15.5, App.Gall.10, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
λῐφαιμέω: χάνω τὸ αἷμά μου, γίνομαι χλωμὸς ἐκ φόβου ἢ ἄλλης αἰτίας, Ἀριστ. Προβλ. 4. 7, 2· αἱμορροῶ, καὶ λιφαιμῶν ἐδίωκε τὸν Βαλέριον Ἀππ. Κελτικ. 10, Σουΐδ., Ἡσύχ.· - ἴδε ἐν λέξ. λειπανδρέω.
Russian (Dvoretsky)
λῐφαιμέω: λείπω становиться или быть бескровным, бледнеть Arst.