λιφαιμέω
From LSJ
πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner
English (LSJ)
lack blood, Arist.Pr.877a30, Gal.12.693; bleed to death, J.AJ8.15.5, App.Gall.10, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
λῐφαιμέω: χάνω τὸ αἷμά μου, γίνομαι χλωμὸς ἐκ φόβου ἢ ἄλλης αἰτίας, Ἀριστ. Προβλ. 4. 7, 2· αἱμορροῶ, καὶ λιφαιμῶν ἐδίωκε τὸν Βαλέριον Ἀππ. Κελτικ. 10, Σουΐδ., Ἡσύχ.· - ἴδε ἐν λέξ. λειπανδρέω.
Russian (Dvoretsky)
λῐφαιμέω: λείπω становиться или быть бескровным, бледнеть Arst.