λοιδοριστής

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοιδοριστής Medium diacritics: λοιδοριστής Low diacritics: λοιδοριστής Capitals: ΛΟΙΔΟΡΙΣΤΗΣ
Transliteration A: loidoristḗs Transliteration B: loidoristēs Transliteration C: loidoristis Beta Code: loidoristh/s

English (LSJ)

λοιδοριστοῦ, ὁ, = λοίδορος (railing, abusive, railer), Hsch. s.v. κόβειρος.

Greek Monolingual

λοιδοριστής, ὁ (Α)
υβριστής, κακολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λοιδοριστής αντί του ορθτ. λοιδορητής < λοιδορώ κατά τα παρ. τών ρ. σε -ίζω (πρβλ. υβρισ-της)].

German (Pape)

ὁ, der Schmähende, Hesych. v. Κόβειρος.