λορδώ

From LSJ

To χάρις ὑμῖν οὕτω τίθησιν κτλ. → Thus he writes joy to you all, etc. (Cramer's Catena on 1 Thessalonians 1.1)

Source

Greek Monolingual

λορδῶ, -όω (Α) λορδός
κυρτώνω τη σπονδυλική μου στήλη προς τα εμπρός, με αποτέλεσμα να εξέχει το στήθος και η κοιλιά.