λουστικά

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source

Greek Monolingual

τα
το ποσό που καταβάλλεται για πλύσιμο σε δημόσια λουτρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λουσ- (πρβ. -λουσ-α, αόρ. του λούω) + κατάλ. -τικά, που δηλώνει ποσό πληρωμής (πρβλ. ραφτικά)].