λουφάζω

From LSJ

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source

Greek Monolingual

και λωφάζωλωφάζω)
ζαρώνω, ακινητοποιούμαι, ιδίως από φόβο ή από αμηχανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λωφάζω, με κώφωση < λωφῶ «αναπαύομαι, παύω»].