λούσιμο
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
Greek Monolingual
το (Μ λούσιμον) λούω
νεοελλ.
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του λούζω, το πλύσιμο, ιδίως του κεφαλιού
2. πλήθος από ύβρεις που λέγονται εναντίον κάποιου
μσν.
εξαγνισμός, κάθαρση.