λυπητερός

From LSJ

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που προξενεί λύπη, που δημιουργεί μελαγχολική διάθεση, λυπηρός, θλιβερός («λυπητερή ιστορία»)
2. αυτός που εκφράζει λύπη, θρηνώδης, πονεμένος, παραπονιάρικος («λυπητερό τραγούδι»)
3. εύσπλαχνος, συμπονετικός.
επίρρ...
λυπητερά·1. με τρόπο που προξενεί λύπη, θλιμμένα
2. με συμπόνια, με οίκτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυπητός + κατάλ. -ερός].