λυσσήεις

From LSJ

ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν → they will become one flesh

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λυσσήεις Medium diacritics: λυσσήεις Low diacritics: λυσσήεις Capitals: ΛΥΣΣΗΕΙΣ
Transliteration A: lyssḗeis Transliteration B: lyssēeis Transliteration C: lyssieis Beta Code: lussh/eis

English (LSJ)

μανιώδης, Hsch.

Greek Monolingual

λυσσήεις, -εσσα, -εν (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μανιώδης».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + κατάλ. -ήεις (πρβλ. λωβήεις, τραπεζήεις)].

German (Pape)

εσσα, εν, = λυσσαλέος, Hesych.