λωτοβοσκός

From LSJ

τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λωτοβοσκός Medium diacritics: λωτοβοσκός Low diacritics: λωτοβοσκός Capitals: ΛΩΤΟΒΟΣΚΟΣ
Transliteration A: lōtoboskós Transliteration B: lōtoboskos Transliteration C: lotovoskos Beta Code: lwtobosko/s

English (LSJ)

λωτοβοσκόν, lotus-eating, φῦλον Trag.Adesp.236.

Greek Monolingual

λωτοβοσκός, -όν και λωτόβοσκος, -ον (Α)
αυτός που τρέφεται με λωτούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λωτός + βοσκός.