λόξα

From LSJ

δίδαξε γὰρ Ἄρτεμις αὐτὴ βάλλειν ἄγρια πάντα → for Artemis taught him how to shoot all wild beasts

Source

Greek Monolingual

η
1. η ιδιότητα του λοξού, η λοξότητα
2. τεμάχιο υφάσματος κομμένο λοξά
3. στενό τεμάχιο εδάφους που έχει πλευρές που τέμνονται λοξά
4. ιδιότροπη αντίληψη, ιδιοτροπία, παραξενιά («ο καθένας έχει τις λόξες του»)
5. φρ. «είναι λόξα» — είναι ιδιότροπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός, κατά το σχήμα τρελός: τρέλα].