μάραθο

From LSJ

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source

Greek Monolingual

και μάραθρο, το, και μάραθος, ο (AM μάραθον και μάραθρον, το, και μάραθος, ὁ, ἡ)
κοινή σήμερα ονομασία ποώδους και πολυετούς αρωματικού φυτού που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στο γένος φοινίκουλο και το οποίο χρησιμοποιείται στη μαγειρική και στη φαρμακευτική.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για προελληνική λ. (< μαραθF-). Η αναγωγή της λ. μάραθον στον συνδυασμό ΙΕ ρίζας mer(ә)- και επίθημα -dhro- καταρρίφθηκε, λόγω της μαρτυρίας της λ. στη Μυκηναϊκή στον τ. maratuwo, που ανακαλύφθηκε σε κατάλογο με καρυκεύματα].