μάργαρο
From LSJ
πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women
Greek Monolingual
το (Α μάργαρον)
μαργαριτάρι
νεοελλ.
μαργαριταρόρριζα, μάργαρος, σεντέφι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από μαργαρίτης με απλοποίηση (αποβολή) του επιθήματος -ίτης].