μέλη
From LSJ
Ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν, ἀποθνῄσκει νέος → He whom the gods love dies young → Flore in iuvenili moritu, quem di diligunt → In seiner Jugend stirbt nur, wer den Göttern lieb
English (LSJ)
ἡ, a sort of cup, Anaxipp.8.
German (Pape)
[Seite 122] ἡ, eine Art Becher, Anaxipp. bei Ath. XI, 486 e.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
sorte de vase à boire.
Étymologie: DELG -.
Greek (Liddell-Scott)
μέλη: ἡ, εἶδος ποτηρίου, Ἀνάξιππ. ἐν «Φρέατι» 1.
Greek Monolingual
μέλη, ἡ (Α)
είδος ποτηριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].