μέτωρος Search Google

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που κάνει αστεία, χωρατατζής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, πρόκειται για το επίθ. μετέωρος (με συναίρεση της β' συλλαβής), ενώ κατ' άλλη άποψη από μετά + ώρα, χωρατό ανούσιο επειδή δεν λέγεται στην ώρα του].