μαδωνία

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source

German (Pape)

[Seite 80] ἡ, die Wasserlilie, nymphaea, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰδωνία: ἡ, Βοιωτ. ὄνομα τῆς νυμφαίας, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 13, 1.

Greek Monolingual

μαδωνία και μαδωνάϊς, ἡ (Α)
το φυτό νυμφαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαδῶ με υποχωρητικό σχηματισμό + επίθημα -ωνία, που εμφανίζεται σε ονομασίες φυτών (πρβλ. βρυωνία: βρύω)].