μαλακτήρ

From LSJ

κατατρίβω τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομα → have the name of virtue always on one's tongue

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰλακτήρ Medium diacritics: μαλακτήρ Low diacritics: μαλακτήρ Capitals: ΜΑΛΑΚΤΗΡ
Transliteration A: malaktḗr Transliteration B: malaktēr Transliteration C: malaktir Beta Code: malakth/r

English (LSJ)

μαλακτῆρος, ὁ, one that melts and moulds, χρυσοῦ μ. καὶ ἐλέφαντος Plu.Per.12.

French (Bailly abrégé)

ῆρος;
adj. m.
qui amollit.
Étymologie: μαλάσσω.

German (Pape)

ῆρος, ὁ, der Erweichende, χρυσοῦ, Goldschmied, der Gold schmilzt, Plut. Pericl. 12.

Russian (Dvoretsky)

μᾰλᾰκτήρ: ῆρος ὁ размягчитель, т. е. плавильщик: μ. χρυσοῦ Plut. золотых дел мастер.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰλακτήρ: ῆρος, ὁ, ὁ μαλάσσων, μαλακώνων, κατεργαζόμενός τι, χρυσοῦ μαλακτῆρες Πλουτ. Περικλ. 12, ἔνθα ἴδε σημ. Κοραῆ (τ. 1, σ. 459).

Greek Monotonic

μᾰλακτήρ: -ῆρος, ὁ, επαγγελματίας που λιώνει και μεταπλάθει (μέταλλα, κ.λπ.), σε Πλούτ.

Middle Liddell

one that melts and moulds, Plut.