μαρμαρογλύπτης

From LSJ

Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαρμᾰρογλύπτης Medium diacritics: μαρμαρογλύπτης Low diacritics: μαρμαρογλύπτης Capitals: ΜΑΡΜΑΡΟΓΛΥΠΤΗΣ
Transliteration A: marmaroglýptēs Transliteration B: marmaroglyptēs Transliteration C: marmaroglyptis Beta Code: marmaroglu/pths

English (LSJ)

μαρμαρογλύπτου, ὁ, = marble sculptor, marbler, marmorum sculptor, Glossaria.

Greek Monolingual

ο (Α μαρμαρογλύπτης)
μαρμαράς, μαρμαρογλύφος, λιθοξόος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρος / μάρμαρον + γλύπτης (< γλύφω), πρβλ. ξυλογλύπτης.