μαρυκάομαι
From LSJ
αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
English (LSJ)
μαρυκισμός, Dor. for μηρυκισμός. μαρύομαι, Dor. for μηρύομαι.
German (Pape)
[Seite 97] u. μαρύκημα, τό, μαρύομαι, dor. = μηρυκάομαι u. μηρύκημα, μηρύομαι.
Greek (Liddell-Scott)
μᾱρυκάομαι: μᾱρύκημα, τό, Δωρ. ἀντὶ μηρυκ-.
Greek Monotonic
μᾱρυκάομαι: μᾱρύκημα, τό, Δωρ. αντί μηρυκ-.