λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
μαστιγιώ, -άω (Α)θέλω να μαστιγωθώ ή είμαι άξιος μαστίγωσης.[ΕΤΥΜΟΛ. < μάστιξ, -ιγος + επίθημα -ιάω (πρβλ. στρατηγιάω)].