ματαιοπραγώ
From LSJ
εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
Greek Monolingual
ματαιοπραγῶ, -έω (Μ)
ματαιοπονώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο ματαιόπραγος (πρβλ. αδικοπραγώ, κακοπραγώ)].